- χαμεταιρίς
- χᾰμ-εταιρίς, ίδος, ἡ,A = χαμαιτύπη, Id., EM806.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμεταιρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμεταιρίς — ίδος, ἡ, Α χαμεταίρα*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμεταίρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. χαμαιτυπ ίς)] … Dictionary of Greek